- φυσίκιλλος
- φῠσίκ-ιλλος, ὁ, a kind ofA bread, [dialect] Lacon. word in Ath.4.139a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυσίκιλλος — ὁ, Α (λακων. τ.) είδος ψωμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» (πρβλ. και φυσακτήρ «είδος ψωμιού»)] … Dictionary of Greek
φυσίκιλλον — φυσίκιλλος bread masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)